παραμετρητής

παραμετρητής
ο, ΝΑ, και παραμετρητήρας Ν
όργανο ειδικό για μετρήσεις, καταμετρητής
νεοελλ.
όργανο για την ακριβή μέτρηση τών διαστάσεων διαφόρων τεμαχίων-εξαρτημάτων σε λεπτούς μηχανισμούς, όπως είναι τα ρολόγια, τα όπλα κ.ά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παραμετρώ. Η λ. παραμετρητήρ μαρτυρείται από το 1870 στον Γρ. Χαντσερή].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”